- συνέχονται
- συνόχωκαto bepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
ακανθόλαβρος — (acantholabrus). Γένος ψαριών της οικογένειας των πολυοδοντιδών, που ανήκει στην τάξη των οξυρρυγχομόρφων. Τα ψάρια αυτά έχουν πολλές παράλληλες σειρές δοντιών που συνέχονται από δύο χόνδρους, τον ουρανισκοτετράπλευρο και τον χόνδρο του Μέκελ,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ηράκλειον — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Οχυρωμένη πόλη της Πιερίας. Ήταν χτισμένη στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, κοντά στις εκβολές του ποταμού Απίλα. Οι αρχαίοι γεωγράφοι τη θεωρούσαν ως τη νοτιότερη μακεδονική πόλη. Κατά τους πολέμους των Ρωμαίων… … Dictionary of Greek
συνέχοντ' — συνέχοντα , συνόχωκα to be pres part act neut nom/voc/acc pl συνέχοντα , συνόχωκα to be pres part act masc acc sg συνέχοντι , συνόχωκα to be pres part act masc/neut dat sg συνέχοντι , συνόχωκα to be pres ind act 3rd pl (doric) συνέχοντε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)